Κύπρος, Ιούλιος 1974: Η αρχή της τραγωδίας

Nea2day.comΚΥΠΡΟΣ, ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Με την κωδική ονομασία «Αττίλας Ι» τα ξημερώματα της 20ής Ιουλίου 1974, τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Κύπρο, πραγματοποιώντας αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις στη βόρεια ακτογραμμή του νησιού. Περίπου 40.000 άνδρες, υπό τις διαταγές του αντιστράτηγου Νουρετίν Ερσίν, συμμετείχαν στην επιχείρηση. Η ελληνική πλευρά αιφνιδιάστηκε, με τις πρώτες αντιδράσεις να εκδηλώνονται καθυστερημένα και αποσπασματικά. (Σημ Η Αττίλας ΙΙ ακολούθησε λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 14 Αυγούστου 1974, και ήταν η δεύτερη φάση της τουρκικής στρατιωτικής επιχείρησης στην Κύπρο, με στόχο την επέκταση της τουρκικής κατοχής).

Η Άγκυρα ισχυρίστηκε πως δεν επρόκειτο για εισβολή αλλά για «ειρηνική επέμβαση», επικαλούμενη τις εγγυήσεις της Συνθήκης του 1960 και τον σκοπό της αποκατάστασης της συνταγματικής τάξης που είχε διαταραχθεί λίγες ημέρες πριν. Στις 15 Ιουλίου, η στρατιωτική χούντα των Αθηνών, μέσω των δυνάμεών της στην Κύπρο (Εθνική Φρουρά, ΕΛΔΥΚ, ΕΟΚΑ Β’), ανέτρεψε τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, αρχιεπίσκοπο Μακάριο, εγκαθιστώντας στην ηγεσία τον Νίκο Σαμψών, πρόσωπο προσκείμενο στις επιδιώξεις της. Η αποσταθεροποίηση ήταν πλέον γεγονός.

Η ένταση μεταξύ του ισχυρού άνδρα της Χούντας, ταξιάρχου Δημητρίου Ιωαννίδη, και του Μακαρίου είχε κορυφωθεί τους προηγούμενους μήνες. Ο Ιωαννίδης θεωρούσε τον Μακάριο επικίνδυνο, φιλοκομμουνιστή και εχθρό της «Ένωσης». Από τον Απρίλιο του ίδιου έτους είχε αρχίσει να καταστρώνει σχέδιο για την απομάκρυνσή του. «Πρέπει να τελειώνουμε με τον Μούσκο», φέρεται να είπε χαρακτηριστικά σε σύναξη αξιωματικών – χρησιμοποιώντας το κοσμικό όνομα του Μακαρίου, Μιχαήλ Μούσκος.

Παρά τις προειδοποιήσεις του Ευάγγελου Αβέρωφ και άλλων πολιτικών απο την Ελλάδα, ο Μακάριος δεν φάνηκε να δίνει τη δέουσα σημασία. Αντίστοιχες ανησυχίες είχαν εκφράσει από το εξωτερικό ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ενώ στην Κύπρο είχαν ληφθεί περιορισμένα μέτρα ασφαλείας λόγω της δράσης της ΕΟΚΑ Β’.

Η σπίθα που άναψε τη φωτιά ήρθε την 1η Ιουλίου 1974, όταν το κυπριακό Υπουργικό Συμβούλιο ανακοίνωσε τη μείωση της στρατιωτικής θητείας και τον περιορισμό της παρουσίας Ελλαδιτών αξιωματικών στην Εθνική Φρουρά. Την επόμενη ημέρα, ο Μακάριος απέστειλε επιστολή στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, κατηγορώντας την ελληνική κυβέρνηση για ανάμειξη σε συνωμοσίες εις βάρος του και ζητώντας την ανάκληση 650 αξιωματικών από την Κύπρο. Η συνέχεια, δυστυχώς, γράφτηκε με αίμα και εθνικό διχασμό.

Με αυστηρό τόνο και λόγο γεμάτο ένταση, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απευθύνθηκε στον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Φαίδωνα Γκιζίκη, προειδοποιώντας για τις επικίνδυνες εξελίξεις στο νησί. Στην επιστολή του περιέγραψε την κατάσταση στην Κύπρο ως κρίσιμη και δυσάρεστη, κάνοντας λόγο για «ωμή ειλικρίνεια» που υπαγορεύεται από το εθνικό συμφέρον. Ξεκαθάρισε πως δεν είναι τοποτηρητής της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά εκλεγμένος ηγέτης ενός μεγάλου τμήματος του ελληνισμού, και απαίτησε να αντιμετωπίζεται με τον σεβασμό που του αναλογεί.

Την ίδια ημέρα, πίσω από κλειστές πόρτες στο γραφείο του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγού Μπονάνου, πάρθηκε η απόφαση που θα άλλαζε την ιστορία της Κύπρου. Παρουσία του Δημήτρη Ιωαννίδη, σχεδιάστηκε το πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου, με ημερομηνία εκτέλεσης τη Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974. Την επιχειρησιακή ευθύνη ανέλαβε ο ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης, ενώ υπαρχηγός του τέθηκε ο συνταγματάρχης καταδρομέων Κωνσταντίνος Κομπόκης. Και οι δύο βρίσκονταν ήδη στην Κύπρο, στο πλαίσιο της Εθνικής Φρουράς.

Λίγες μέρες πριν, στις 11 Ιουλίου, το υπουργικό συμβούλιο συνεδρίασε στην Αθήνα, με αφορμή την επιστολή Μακαρίου και τις επιπτώσεις από τη σχεδιαζόμενη μείωση της στρατιωτικής θητείας στην Κύπρο. Αποφασίστηκε η σύγκληση ευρείας σύσκεψης το Σάββατο 13 Ιουλίου. Στο τραπέζι κάθισαν οι κορυφαίοι της χούντας: ο Πρόεδρος Φαίδων Γκιζίκης, ο πρωθυπουργός Ανδρουτσόπουλος, ο στρατηγός Μπονάνος και ο διοικητής της Εθνικής Φρουράς, αντιστράτηγος Γεώργιος Ντενίσης.

Η σύσκεψη, όμως, αποδείχθηκε προσχηματική. Διήρκεσε μόλις λίγα λεπτά και είχε ως βασικό στόχο να παραπλανηθεί ο Ντενίσης, που είχε εκφράσει την αντίθεσή του σε οποιαδήποτε πραξικοπηματική ενέργεια. Παράλληλα, δημιουργήθηκε πρόσφορο έδαφος για τους Γεωργίτση και Κομπόκη να κινηθούν ανενόχλητοι προς υλοποίηση του σχεδίου στο νησί.

Το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος κατευθυνόταν από το Τρόοδος στο Προεδρικό Μέγαρο. Λίγο αργότερα, στις 08:15, άρματα μάχης και καταδρομείς της Εθνικής Φρουράς εξαπέλυσαν επίθεση, εκδηλώνοντας το πραξικόπημα με το σύνθημα «Ο Αλέξανδρος εισήλθε εις το νοσοκομείο».

Ο Μακάριος δεχόταν επίσκεψη Ελληνοπαίδων από την Αίγυπτο όταν ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί. Αφού διασφάλισε την ασφάλεια των παιδιών, διέφυγε με τη βοήθεια φρουρών, μέσω αφύλακτης διόδου στα δυτικά. Ντυμένος με πολιτικά, διέσχισε έναν χείμαρρο και κατέφυγε στη Μονή Κύκκου, πριν συνεχίσει προς την Πάφο. Παρά την κατάληψη της Λευκωσίας από τους πραξικοπηματίες, το ερώτημα παραμένει: Γιατί επετράπη η διαφυγή του Μακαρίου; Οι πρωταγωνιστές επικαλούνται αντιφατικές εξηγήσεις. Τελικά, μετά από απορρίψεις άλλων υποψηφίων, την Προεδρία ανέλαβε ο αμφιλεγόμενος Νίκος Σαμψών – επιλογή που εξόργισε ακόμα και τον Ιωαννίδη.

Ενώ οι πραξικοπηματίες ανακοίνωναν μέσω του ΡΙΚ πως ο Μακάριος ήταν νεκρός, εκείνος εμφανίστηκε ζωντανός από πρόχειρο ραδιοφωνικό σταθμό στην Πάφο, καλώντας τον κυπριακό λαό σε αντίσταση:«Είμαι ζωντανός. Η Χούντα δεν θα περάσει», δήλωσε με αποφασιστικότητα.

Ως το πρωί της 16ης Ιουλίου, η Κύπρος είχε περάσει στον έλεγχο των πραξικοπηματιών. Το κόστος όμως ήταν βαρύ: περίπου 450 νεκροί. Ο Μακάριος διέφυγε μέσω Μάλτας στο Λονδίνο, όπου συναντήθηκε με την πολιτική ηγεσία της Βρετανίας. Οι διεθνείς αντιδράσεις ήταν συγκρατημένες, με τις ΗΠΑ να στηρίζουν την κυπριακή ανεξαρτησία και τη Βρετανία να καλεί σε «αυτοσυγκράτηση». Η Αθήνα απέφυγε να πάρει ξεκάθαρη θέση, χαρακτηρίζοντας το πραξικόπημα «εσωτερική υπόθεση»

Οι Τουρκοκύπριοι παρέμειναν αμέτοχοι, θεωρώντας το πραξικόπημα εσωτερική υπόθεση των Ελληνοκυπρίων. Στην Άγκυρα, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας συνεδριάζει, ενώ οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις τίθενται σε επιφυλακή. Ο πρωθυπουργός Ετσεβίτ ενημερώνεται: η απόβαση μπορεί να ξεκινήσει σε πέντε ημέρες.

Τα ξημερώματα της 20ής Ιουλίου, τουρκικά αποβατικά αποβιβάζουν στρατεύματα στο Πέντε Μίλι της Κερύνειας. Αεροπλάνα και ελικόπτερα χτυπούν στόχους σε Κερύνεια και Λευκωσία. Αλεξιπτωτιστές πέφτουν σε καίρια σημεία. Η βία είναι ανελέητη: εκτελέσεις, βιασμοί και σφαγές αμάχων.

Η ελληνική αντίδραση αργεί. Παρά τις πληροφορίες, το Πεντάγωνο υποτιμά τις τουρκικές κινήσεις. Μόλις στις 08:40 δίνεται εντολή για στρατιωτική κινητοποίηση. Οι Τούρκοι έχουν ήδη προχωρήσει και εδραιώνουν το προγεφύρωμά τους προς Λευκωσία.

Παρά την έλλειψη αεροπορικής κάλυψης και σύγχρονου εξοπλισμού, οι άνδρες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ πολέμησαν με αυταπάρνηση, υπό τη διοίκηση του ταξιάρχου Γεωργίτση, του ίδιου που ηγήθηκε και του πραξικοπήματος κατά Μακαρίου. Στον άνισο αυτό αγώνα μπήκαν και πολλοί άμαχοι Ελληνοκύπριοι, πολεμώντας από τα σπίτια τους με ό,τι είχαν. Στην Αθήνα επικρατεί χάος. Η κυβέρνηση κηρύσσει επιστράτευση, αλλά η οργάνωση καταρρέει, φανερώνοντας τις αδυναμίες ενός στρατού που διοικείται από χούντα.

Ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Σίσκο συναντά τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ Μπονάνο, όμως η συζήτηση εκτροχιάζεται. Ο Ιωαννίδης, σε έκρηξη οργής, καταγγέλλει προδοσία και εξαφανίζεται. Ο Σίσκο προσπαθεί μάταια να βρει συνομιλητή.

Το βράδυ της 20ής Ιουλίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ καλεί με ψήφισμα σε άμεση κατάπαυση του πυρός και αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο. Η Τουρκία το αγνοεί και συνεχίζει τις επιχειρήσεις της ανενόχλητη, ενώ η διεθνής αντίδραση παραμένει χλιαρή. Στις 21 Ιουλίου, οι μάχες μαίνονται.

Οι ελληνικές δυνάμεις προσπαθούν να αποκόψουν τους Τουρκοκύπριους της Λευκωσίας από την Κερύνεια, ενώ στην Αθήνα απορρίπτεται η ιδέα για στρατιωτική επέμβαση. Δύο ελληνικά υποβρύχια επιστρέφουν χωρίς δράση. Η τουρκική πλευρά, παρά την υπεροχή της, αντιμετωπίζει προβλήματα.

Από λάθος, τουρκικά αεροσκάφη βομβαρδίζουν το ίδιο τους το πλοίο «Κοτσατεπέ», σκοτώνοντας δεκάδες ναύτες. Παράλληλα, ο Αμερικανός Σίσκο προσπαθεί να μεσολαβήσει για ανακωχή, όμως δεν βρίσκει συνομιλητές στην Αθήνα.

Τελικά, ο ναύαρχος Αραπάκης συνεννοείται με τον Κίσινγκερ και συμφωνούν να ξεκινήσει η ανακωχή στις 4 το απόγευμα της 22ης Ιουλίου. Ξημερώματα εκείνης της μέρας, ελληνικά μεταγωγικά χτυπιούνται κατά λάθος από φίλια πυρά στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα την πτώση ενός και τον θάνατο 31 στρατιωτών.

Την ίδια ώρα, οι Τούρκοι καταλαμβάνουν την Κερύνεια και αποβιβάζουν άρματα. Παρά την ανακωχή, που αρχίζει επισήμως το απόγευμα, συνεχίζουν να προωθούνται, ελέγχοντας ήδη το 3% του νησιού.

Η τουρκική εισβολή βρήκε την Κύπρο πολιτικά διχασμένη και στρατιωτικά αποδυναμωμένη. Το τίμημα ήταν βαρύ:

📍 37% του εδάφους παραμένει μέχρι σήμερα υπό τουρκική κατοχή.

📍 Πάνω από 200.000 Ελληνοκύπριοι έγιναν πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους την πατρίδα.

📍 1.619 άτομα αγνοούνται ακόμη.

📍 Εκατοντάδες νεκροί και αγνοούμενοι στρατιώτες.

📍 Ανείπωτος ανθρώπινος πόνος, ξεριζωμός, προσφυγιά.

Η Κύπρος, 51 χρόνια μετά, παραμένει διχοτομημένη. Το κυπριακό ζήτημα δεν έχει λυθεί. Τα σπίτια, οι εκκλησίες, τα σχολεία και τα μνήματα των προγόνων τους, βρίσκονται υπό κατοχή.

📌 Για όλους μας Δεν ξεχνάμε. Δεν συγχωρούμε. Θυμόμαστε.

📌 Τιμούμε όσους αντιστάθηκαν. Μνημονεύουμε όσους χάθηκαν.

📌 Συνεχίζουμε να ζητούμε Δικαιοσύνη, Επιστροφή και Ελευθερία.