Ο Παλαμάς ξεψύχησε το πρωί του Σαββάτου 27-2-43, στο σπίτι του (Περιάνδρου 5) στην Πλάκα. Στο προσκέφαλο του η κόρη του Ναυσικά, με τη φίλη της ζωγράφο Διαμαντοπούλου, που με το κραγιόν της απέδωσε σε σκίτσα τις τελευταίες εκφράσεις του προσώπου του…
Δέκα μέρες πριν, έφυγε η γυναίκα του Μαρία στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς να μάθει το θάνατο της! Και τώρα, ο ίδιος παρέδωσε το πνεύμα, εξαντλημένος πάνω στο μικρό ράντζο. Έξω, κατοχή, πείνα, εξαθλίωση, βασανιστήρια, εκτελέσεις…
Πρώτοι έφτασαν στο σπίτι, οι Κωσταντίνος Τσάτσος, Άγγελος και Εύα Σικελιανού και έστησαν, για να μάθουν οι Αθηναίοι το θλιβερό μαντάτο, στην προθήκη του βιβλιοπωλείου του Ελευθερουδάκη (Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας), μεγάλη φωτογραφία του ποιητή, ένα κερί αναμμένο ανάμεσα σε μαύρες ταινίες με τον στίχο « Ο Ακρίτας είμαι Χάροντα». Και στο τζάμι κολλημένο το αγγελτήριο του θανάτου.
Οι Αθηναίοι πληροφορούνται συγκλονισμένοι τον θάνατο του Παλαμά.
Ο Τσάτσος, η Ναυσικά, και δυο κυρίες ανθοστόλισαν το φέρετρο, έντυσαν με φράκο τον νεκρό, που είχε προετοιμάσει η γυναίκα του και περιποιήθηκαν τα άκοπα από καιρό γένια του.
Τότε εμφανίζεται ο γιός του Παλαμά, Λέανδρος, με διαθέσεις να χαλάσει το πρόγραμμα της κηδείας που οργάνωσε ο Τσάτσος και όπως διηγήθηκε αργότερα:
« Ο Λέανδρος, ένας ασυνεννόητος εγωιστής, αντιπαθέστατος και ιδιότροπος, ήρθε να δει τον πατέρα του, δώδεκα ώρες αφού έκλεισε τα μάτια! Με αυτόν μαλλιοτραβιόμουνα. Δεν ήθελε ν’ αφήσει το Σικελιανό να αποχαιρετήσει το νεκρό, ούτε εθνική εκδήλωση γιατί «δεν θα του δίνανε μετά οι Ιταλοί διαβατήριο!». Η σκέψη ότι η κηδεία του Παλαμά θα κανόνιζε το διαβατήριο του Λέανδρου μας εξόργισε…»
Για τον αντιπαθέστατο γιο του Παλαμά γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης στο βιβλίο του ο «Ο Εξάγγελος»
« … Κλήρος βαρύς έπεφτε στους ώμους μας. Να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση της ταφής. Σμίξαμε πρωί πρωί όλοι στο βιβλιοπωλείο του «Αετού». Μας προσδέχτηκε ισκιωμένος ο Κίμων Θεοδωρόπουλος με τον Χρυσ. Γανιάρη. Είχαν κι οι δυο μαύρο περιβραχιόνιο…
Τότε εμφανίζεται ο γιος του Παλαμά:
«Κύριοι!!..» είπε στυφά. «Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους, απ’ το νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο!… Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά» (ήθελε να πει «μυστικά»).
Άφρισα. «Ποια οικογένειά του;» του λέω. «Φαίνεται, κύριε, πως δεν ξέρετε π ο ι ο ν είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του την απόκτησε. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει».
Ήταν μέτριος σ’ όλα. Στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη λογιστική. Σήμερα αποδειχνότανε μέτριος και στα αισθήματα.
«Ξεκινάτε από «αλλότριους» σκοπούς…» είπε με σφιγμένα τα δόντια. «Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο». «Φλάμπουρο είναι! Και προς τιμήν του. Και προς τιμήν σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα!… Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου! Τ’ άλλα είναι δική μας υπόθεση».
Έτσι νομίζαμε. Ότι ήταν δική μας μόνο υπόθεση, του πνευματικού μόνο κόσμου. Μα πίσω μας ήταν σύγκορμος ο Λαός. Ούτε υποπτευόμασταν, ως τότε, τι γινόταν πίσω απ’ το οικογενειακό πένθος των λογοτεχνών.
Η Αθήνα είχε όλη ντυθεί στο πένθος κι ετοιμαζόταν να ξεπροβοδίσει το μεγάλο της πατέρα. Πώς το ‘μαθαν; Ποια μυστική καμπάνα έκραξε μες τα μεσάνυχτα; Ποιος ειδοποίησε τις μυριάδες των πολιτών της πανάρχαιας πόλης ότι έφτασε η ώρα της πρώτης μάχης; Σαν είδαμε το πρωί τα πλήθη, μείναμε άφωνοι. Πλήθη αμέτρητα, άπειρα, ανόμοια…
Ο Λ α ό ς! Φορτώθηκε το αγέρωχο πένθος του, όπως ταίριαζε για ένα τέτοιο νεκρό, σε μια τέτοια ώρα, σε μια τέτοια πόλη. Είναι αδύνατο —και τώρα— να περιγράψω αυτή τη θανή. Μου λύνονται οι αρμοί. Στην εξέδρα, δίπλα στο φέρετρο, σε μια στιγμή —σα χρησμός— ο Σικελιανός! Η φωνή του θαρρετή, σαν την «κόψη του σπαθιού την τρομερή», έσκισε την πένθιμη σιωπή … »