“Η συγκεκριμένη δημοσκόπηση δεν λέει τίποτε παραπάνω από όλα όσα φωνάζουμε πολλοί άνθρωποι εδώ και καιρό. Μερικές φορές οι αριθμοί λένε την αλήθεια, μερικές όχι, και άλλες πολλά και τίποτα συγχρόνως, καθώς χρειάζεται περισσότερη ανάλυση επί των αποτελεσμάτων για όσους θέλουν να διαβάζουν πίσω από τις γραμμές, πίσω από αυτό που φαίνεται.
Από τα ποσοστά των κομμάτων θα σταθούμε στο 6,6% της κ. Γεννηματά. Μηδέν από μηδέν μας κάνει μηδέν έλεγαν οι παλιοί. Με αυτές τις συνθήκες το ποσοστό του ΚΙΝΑΛ (έτσι λέγεται τώρα) παραμένει σταθερά (και ορθά) απογοητευτικό. Αυτό κάτι σημαίνει, πράγμα που δεν εννοούν να συνειδητοποιήσουν. Δεν θέλουν να καταλάβουν γιατί συμβαίνει. Πιθανότατα λόγω αδυναμίας, αλλά κυρίως έλλειψης θέλησης για προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Δεν τους ενδιαφέρει. Με ποσοστό κάτω του 15% δεν μπορούν να ελπίζουν ούτε αυτοί ούτε η χώρα σε κάτι καλύτερο. Για να πιάσεις όμως 15% κάτι πρέπει να κάνεις ή ακριβέστερα πρέπει να κάνεις πολλά. Δεν θέλουν.
Πάμε παρακάτω. Για τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι απλά. Η ΝΔ κρατά το συγκεκριμένο ποσοστό όχι λόγω αποτελεσμάτων (τα οποία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι τραγικά), αλλά λόγω brand name και γιατί δεν υπάρχει αντίπαλος στο πολιτικό προσκήνιο. Παρά ταύτα, η ΝΔ είναι αυτή τη στιγμή στη κυβέρνηση, άρα έχει και το πλεονέκτημα των δυνητικά καλών πράξεων-αποτελεσμάτων (πράγμα μάλλον απίθανο με βάση τον ένα χρόνο διακυβέρνησης, δείχνοντας πως δεν έχει πάρει το μάθημά της, εμμένοντας σε παλιές καταστροφικές συνταγές, αλλά και φαινόμενα πολιτικής παθογένειας και σήψης). Ο ΣΥΡΙΖΑ κρατά τα 2/10 αυτών που ψηφίζουν, καθαρά λόγω Τσίπρα. Παρά τη παταγώδη κυβερνητική αποτυχία Τσίπρα, καθώς δεν είχε κόμμα και στελέχη (ούτε τώρα έχει) για να ακουμπήσει, για να εμπιστευτεί για να κάνουν τη δουλειά σωστά, κάποιος κόσμος προερχόμενος από όλο το πολιτικό φάσμα πιστεύει (πιθανότατα μάταια) πως ο Τσίπρας έχει ακόμα κάτι να προσφέρει.
Πάμε στα σημαντικά τώρα, στα λεγόμενα ποιοτικά χαρακτηριστικά, αυτά που θα έπρεπε να διαβάζουμε όλοι πρώτα απ’ όλα γιατί αυτά είναι που λένε την αλήθεια. Δεν είναι τυχαίο πως η συντριπτική πλειονότητα των “ΜΜΕ” αποφεύγει συνειδητά να τα καταδείξει, να τα αναλύσει, να ζητήσει ευθύνες από αυτούς που αποφασίζουν, παρά μόνο συνεχίζουν να καλούν συνεχώς τα ίδια αποτυχημένα (βάσει αποτελέσματος) άτομα, χασκογελούν αναμεταξύ τους, αποθεώνει ο ένας τον άλλο για το πόσο καλός είναι και πάει λέγοντας…Είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως δεν μιλάμε για σχέση ελεγκτή-ελεγχόμενου, αλλά για κάτι άλλο. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.
Το 31% πιστεύει πως άλλο ή κανένα κόμμα (επειδή ακόμα δεν υπάρχει προφανώς) μπορεί να λύσει τα προβλήματα της χώρας. Αυτό κάτι λέει. Αν μάλιστα κάνουμε μία αναγωγή προσθέτοντας αυτούς (το μισό εκλογικό σώμα) που δεν προσέρχονται στη κάλπη, κυρίως γιατί είναι αηδιασμένοι από το νοσηρό πολιτικό σύστημα που έχει καταστρέψει τα πάντα, εκτός από τους φίλους του, τότε αυτό το 31% μπορεί να γίνει αρκετά πιο μεγάλο. Αυτό ίσως είναι μία ελπίδα για το μέλλον. Θα δείξει…
Τα πέντε πιο σημαντικά προβλήματα της χώρας: Ανεργία (49,3%), “προσφυγικό-μεταναστευτικό” (39,5%), Υγεία (32,8%), οικονομική ανάπτυξη (30,2%), πανδημία (29,9%). Αξίζει να σημειώσουμε πως όλα αυτά συνδέονται και επηρεάζουν το ένα το άλλο.
Πάμε τώρα σε αυτό που περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα τη πραγματικότητα. Ο φόβος συντρίβει την ελπίδα με 49% έναντι 41,4%. Τραγικό πραγματικά. Κοντά σε αυτά έρχεται η οργή και η ντροπή με 37,3% και 26,8% αντίστοιχα.
Οι παραπάνω δείκτες εξηγούν το 54,6%, το οποίο πιστεύει πως τα πράγματα στη χώρα πάνε από αρκετά ως πολύ άσχημα. Την ίδια στιγμή το 61,5% των πολιτών χαρακτηρίζει την οικονομική κατάσταση της χώρας από κακή ως πολύ κακή. Το 75,3% των πολιτών φοβάται την επιστροφή της πανδημίας, ενώ το 62,1% τη συνδέει με τη μείωση του οικογενειακού εισοδήματος.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη δημοσκόπηση, το 66% των πολιτών πιστεύουν πως είναι πολύ πιθανό ένα θερμό επεισόδιο Ελλάδας-Τουρκίας. Τι κάνει γι’ αυτό η κυβέρνηση; Συνομιλεί σε επίπεδο ηγεσίας με τον Ερντογάν για αστεία θέματα και ετοιμάζεται να αποπέμψει στον επικείμενο ανασχηματισμό (αν γίνει κι αυτός) έναν επιτυχημένο ΥΠΕΘΑ, ο οποίος είναι ο μόνος αρμόδιος μαζί με τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ να δίνουν τις απαντήσεις που πρέπει στη Τουρκία. Και τις δίνουν. Για όλα τα υπόλοιπα θέματα, προκειμένου να υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας με τη Τουρκία αρμόδιες είναι οι διπλωματικές υπηρεσίες και άλλοι υπηρεσιακοί παράγοντες κατώτερου (στην ιεραρχία) διοικητικού επιπέδου. Δεν κάνεις διάλογο σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών με τη Τουρκία, ειδικά όταν αυτή είναι προκλητική, αδιάλλακτη και επιθετική και ακόμα περισσότερο όταν είσαι εντελώς άσχετος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και διπλωματίας. Αν υπήρχαν χαρισματικοί πολιτικοί ηγέτες του παρελθόντος ίσως αυτό ήταν εφικτό, αλλά και οι χαρισματικοί ηγέτες παλιά πρώτα έπαιρναν τις συμβουλές των ειδικών σε αυτά τα θέματα και μετά μιλούσαν και κυρίως έπρατταν.
Αναμφίβολα, για όσους θέλουν να δουν αντικειμενικά τη κατάσταση χωρίς χουλιγκανισμούς, τα πράγματα αποτυπώνουν τη θλιβερή πραγματικότητα που βιώνουμε. Οι δημοσκοπήσεις δεν υπάρχουν για να ασκούν έλεγχο στην εξουσία. Οι δημοσκοπήσεις μετρούν, με επιστημονικές μεθόδους, αποτελέσματα και τάσεις. Θα μπορούσαν να έχουν πιο πολλά και ποιοτικά χαρακτηριστικά; Ναι, θα μπορούσαν. Έτσι θα προσέφεραν ακόμα μεγαλύτερη υπηρεσία προς όφελος των πολιτών και της χώρας. Θα μπορούσαν να ζητούν την αξιολόγηση κυβερνητικών στελεχών ως προς την αποτελεσματικότητά τους.
Αυτό θα οδηγούσε, υπό κανονικές συνθήκες τις ηγεσίες να λάβουν δραστικά μέτρα (πχ άμεση απομάκρυνση των άσχετων και αναποτελεσματικών χωρίς άλλη καθυστέρηση). Το πολιτικό σύστημα όμως έχει αποδείξει πολλάκις πως δεν επιθυμεί την αξιολόγηση, καθώς η συντριπτική πλειονότητα δεν έχει καν τα βασικά προσόντα άσκησης εξουσίας, λήψης αποφάσεων, αλλά ακόμα και συμμετοχής σε ένα πολιτικό σύστημα. Είναι αυτό που λέμε συχνά πως κανένας δεν θα τους έπαιρνε στην επιχείρησή του, κανένας δεν θα τους ήθελε για φίλους παρά μόνο για σχέσεις αμοιβαίων συμφερόντων. Δεν είναι τυχαίο πως άξιοι και ικανοί άνθρωποι που δεν μετέρχονται των συνηθισμένων “μεθόδων” αναρρίχησης σε ανώτερα πολιτικά-κομματικά κλιμάκια, μένουν συνειδητά εκτός αυτής της διαδικασίας, προτιμώντας να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια, τη συνείδηση και το όνομά τους. Ίσως θα έπρεπε αυτοί οι άνθρωποι (υπάρχουν σε όλους τους δημοκρατικούς πολιτικούς χώρους), να το επανεξετάσουν άμεσα. Διακυβεύονται πολλά για τη χώρα και τους πολίτες τούτες τις στιγμές…”
Διαβάστε περισσότερα στο άρθρο που ακολουθεί