«— Εσύ δεν θα πεθάνεις.
— Μάζεψε τη φωτιά.
— Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.
— Όχι. Κοίταξε μην καείς.
— Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;
— Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη.
— Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;
— Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.
Σύρε να παίξεις.
— Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.
— Μπα σε καλό σου. Φέρε μου το σινί.
— Η γιαγιά όμως θα πεθάνει.
— Θα ’σαι μεγάλος τότε μη φοβάσαι.
— Πόσο μεγάλος θα ’μαι;
— Άντρας. Θα ’χεις γυναίκα και παιδιά.
Μπορεί κι αγγόνια.
— Κι εσύ πώς θα ’σαι τότε;
— Σαν τη γιαγιά. Γριούλα.
— Σαν τη γιαγιά; Φαφούτα μ’ ένα μάτι…
Εσύ δεν θα ’σαι έτσι. Κι ούτε θα πεθάνεις.
Θα πεθάνεις;
— Όχι δεν θα πεθάνω. Φέρε τη γάστρα.
— Άμα πεθάνεις θα πεθάνω να το ξέρεις.
— Κούφια η ώρα. Μη λες τέτοιες κουβέντες.
— Άμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ’ ακούς;
Σ’ ακούω. Ψεύτη.
Ούτε αυτά που μου ’ταξες παιδί δεν κράτησες.
Μιχάλης Γκανάς»